επτασθενής
Смотреть что такое "επτασθενής" в других словарях:
επτασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (χημ.), ο επτατομικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επτατομικός — ή, ό (χημ.), που έχει σθένος 7, δηλ. που ενώνεται με εφτά άλλα μονοσθενή στοιχεία ή ρίζες, επτασθενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)